- τρώγει
- τρώγωgnawpres ind mp 2nd sgτρώγωgnawpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοφαγάς — ο, θηλ. κακοφαγού 1. αυτός που τρώγει βλαβερές ή αηδιαστικές τροφές 2. αυτός που τρώγει χωρίς όρεξη 3. αυτός που τρώγει ανεπαρκές φαγητό … Dictionary of Greek
λαιμαργία — η (AM λαιμαργία) [λαίμαργος] το να τρώγει κάποιος με απληστία, αχόρταγα, η αδηφαγία («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ πάντα ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. το να τρώγει κάποιος μεγάλη ποσότητα φαγητού γρήγορα και με έκδηλη… … Dictionary of Greek
μονοφαγία — η (ΑΜ μονοφαγία) [μονοφάγος] το να τρώγει κάποιος μόνος, χωρίς την παρουσία άλλου νεοελλ. μσν. το να τρώγει κάποιος μία φορά την ημέρα νεοελλ. το να τρώει κανείς ένα μόνον είδος φαγητού … Dictionary of Greek
Present tense — For other uses, see Present tense (disambiguation). The present tense (abbreviated pres or prs) is a grammatical tense that locates a situation or event in present time.[1] This linguistic definition refers to a concept that indicates a feature… … Wikipedia
Κειτούκειτος — Κειτούκειτος, ὁ (Α) κωμικό όνομα τού γραμματικού Ουλπιανού, ο οποίος συνήθιζε να μην τρώγει κανένα φαγητό αν δεν ρωτούσε «κεῑται ἤ οὐ κεῑται;» Αθήν.. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κεῖται ἤοὐ κεῖται;] … Dictionary of Greek
αειφάγος — ο αυτός που διαρκώς τρώγει, που κατέχεται από αδιάκοπη επιθυμία για φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αεὶ + φάγος < θ. φαγ τού ἔφαγ ον, αόρ. β τού ρ. ἐσθίω] … Dictionary of Greek
αειφαγία — η [αειφάγος] ακόρεστη επιθυμία για φαγητό, το να τρώγει κανείς ακατάπαυστα … Dictionary of Greek
αλληλοφαγία — η (Α ἀλληλοφαγία) 1. το να τρώγει ο ένας τον άλλον 2. αλληλοφάγωμα, εμφύλιος σπαραγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλοφάγος, βλ. ἀλληλοφάγοι] … Dictionary of Greek
αλλοτριοφάγος — ο (ΑΜ ἀλλοτριοφάγος, ον) αυτός που τρώγει από τα ξένα και όχι από τα δικά του, ξενοφαγάς νεοελλ. 1. αυτός που σφετερίζεται, που οικειοποιείται πράγματα που δεν τού ανήκουν 2. Ιατρ. αυτός που πάσχει από αλλοτριοφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος +… … Dictionary of Greek
αλλοτριοφαγία — η (Μ ἀλλοτριοφαγία) το να τρώγει κανείς από αυτά που ανήκουν στους άλλους και όχι στον ίδιο νεοελλ. οικειοποίηση, σφετερισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοτριοφάγος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτριοφαγικός] … Dictionary of Greek